- φαγωμός
- ο, Ν [φαγώνομαι]φαγωμάρα, γκρίνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαγωμός — ο μάλωμα, διένεξη, γκρίνια, φαγωμάρα: Τα δυο αδέρφια έχουν φαγωμούς για τα κληρονομικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] … Dictionary of Greek
φαγωμάρα — η, Ν 1. φάγωμα, γκρίνια 2. φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγωμός + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] … Dictionary of Greek